εξαγωγέας

εξαγωγέας
ο
1. αυτός που εξάγει κάτι, και ιδίως προϊόντα ή εμπορεύματα, στο εξωτερικό.
2. εργαλείο με το οποίο εξάγεται κάτι, εξολκέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαγωγέας — ο (Α ἐξαγωγεύς) [εξάγω] νεοελλ. 1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας») 2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή αρχ. αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγός — ο (Α ἐξαγωγός) [εξάγω] νεοελλ. εξαγωγέας αρχ. οχετός για την αποχέτευση υδάτων …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”